- απαξάπας
- -ασα, -αν (AM ἁπαξάπας)όλος ανεξαιρέτως, ολόκληρος, όλος με μιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο: άπαξ + άπαξ (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁπαξάπαντα — ἁπαξάπας neut nom/voc/acc pl ἁπαξάπας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξαπάντων — ἁπαξάπας masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξάπαν — ἁπαξάπας neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξάπαντας — ἁπαξάπας masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξάπαντες — ἁπαξάπας masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξάπανθ' — ἁπαξάπαντα , ἁπαξάπας neut nom/voc/acc pl ἁπαξάπαντα , ἁπαξάπας masc acc sg ἁπαξάπαντι , ἁπαξάπας masc/neut dat sg ἁπαξάπαντε , ἁπαξάπας masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαξάπαντ' — ἁπαξάπαντα , ἁπαξάπας neut nom/voc/acc pl ἁπαξάπαντα , ἁπαξάπας masc acc sg ἁπαξάπαντι , ἁπαξάπας masc/neut dat sg ἁπαξάπαντε , ἁπαξάπας masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek